- νεόσφακτος
- νεό-σφακτος, ον,A newly shed,
ν. αἷμα Arist.HA581b2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ν. αἷμα Arist.HA581b2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόσφακτος — νεόσφακτος, ον (Α) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῡτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
νεόσφακτον — νεόσφακτος newly shed masc/fem acc sg νεόσφακτος newly shed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek